- ἀναχαιτίζεται
- ἀναχαιτίζωthrow the mane backpres ind mp 3rd sgἀναχαιτίζωthrow the mane backpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσανάκλητος — δυσανάκλητος, ον (AM) αυτός που δύσκολα ανακαλείται, συγκρατείται, αναχαιτίζεται αρχ. 1. αυτός τον οποίο δύσκολα τόν συγκεντρώνει κανείς 2. δυσθεράπευτος 3. εκείνος που δύσκολα ξαναποκτά την καλή του διάθεση … Dictionary of Greek
δυσκατάπαυστος — δυσκατάπαυστος, ον (Α) 1. αυτός που δύσκολα αναχαιτίζεται 2. ανήσυχος («δυσκατάπαυστος ψυχή», Ευρ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ δυσκατάπαυστον η ιδιότητα τού δυσκατάπαυστου … Dictionary of Greek
ευκάθεκτος — εὐκάθεκτος, ον (Α) αυτός που διοικείται ή αναχαιτίζεται εύκολα («ὅπως ὅτι ταπεινότατοι καὶ εὐκαθεκτότατοι εἶεν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθεκτός < κατέχω] … Dictionary of Greek
σχετήριον — τὸ, Α 1. μέσο με το οποίο αναχαιτίζεται κάτι και, κυρίως, μέσο θεραπείας («λιμοῡ καὶ τόδε σχετήριον φάρμακον», Ευρ.) 2. είδος στυπτικού φαρμάκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σχε τής μηδενισμένης βαθμίδας τού ρ. ἔχω (βλ. λ. σχέση, σχετέος) + επίθημα τήριον… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Παλαιολόγοι — Αυτοκράτορες της τελευταίας βυζαντινής δυναστείας (1261 – 1453). Η μακρά περίοδος της βασιλείας των Π., που συμπίπτει με την τελευταία φάση –πολύπλοκη και βαθύτατα δραματική– της βυζαντινής ιστορίας, χαρακτηρίζεται από την παρακμή βασικών θεσμών … Dictionary of Greek
ασυγκράτητος — η, ο επίρρ. α αυτός που δε συγκρατιέται, δεν αναχαιτίζεται, ακατάσχετος: Οι νέοι συνήθως είναι ασυγκράτητοι στις επιθυμίες τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)